ἀποτομή

ἀποτομή
ἀποτομ-ή, ,
A cutting off,

τῶν χειρῶν X.HG2.1.32

: in pl., Ti. [dialect] Locr.97d.
2 piece, segment,

ἀπὸ τοῦ ἀπείρου Epicur.Ep.2

.p.37 U.;

γῆς Ph.2.77

, cf. ib. 124 (pl.), Diog.Oen.24;

κόσμου Ocell.3.3

; τοιαύτας ἔχειν τὰς ἀ., of the moon in eclipse, Arist.Cael.297b25, cf. 294n4, Plot.6.4.7; end cut off, Dsc.5.120.
b in Music, difference between λεῖμμα and τόνος, Gaud.Harm.14; τοῖς ἡμιτόνιοις τῷ τε ἐλάσσονι καὶ τῷ μείζονι, τουτέστι τοῦ τε λείμματος καὶ τῇ ἀ. ib.16.
c Math., compound irrational straight line equivalent to binomial surd with negative sign, Euc.10.83, al.
3 branching off,

τῶν φλεβίων Arist.HA497a17

; place where roads intersect, Plb.6.29.9.
4 division of an argument into sections, D.H.Is.15.
5 in Tactics, = φαλαγγαρχία (q.v.), Ascl.Tact.2.10, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀποτομή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτομή — η (AM ἀποτομή) [αποτέμνω] 1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῡ Προδρόμου») αρχ. 1. τεμάχιο, τμήμα 2. διακλάδωση (νεύρων) 3. (για δρόμους) διασταύρωση 4. διακοπή (περιόδου του λόγου) …   Dictionary of Greek

  • ἀποτομῇ — ἀποτομῆι , ἀποτομεύς masc dat sg (epic ionic) ἀποτομή cutting off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ἀποτομαῖς — ἀποτομή cutting off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομαί — ἀποτομή cutting off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομήν — ἀποτομή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομῶν — ἀποτομή cutting off fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”